Ας ξεκινήσουμε από μία παραδοχή. Η «μεγάλη έξοδος» των πολιτών από τις ευρωεκλογές και η συσχετιζόμενη ευρύτερη αδιαφορία, ως γενική αίσθηση που δημιουργήθηκε -επικρατούσα μέχρι και σήμερα- για τις πολιτικές εξελίξεις, αποτελεί διαβρωτικό στοιχείο της δημοκρατίας μας. Άλλωστε, μία πολιτεία στην οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει είναι μία κακοδιοικούμενη πολιτεία (Ρουσώ). Αντίθετα η ευρεία συμμετοχή προμηνύει ποιοτικότερη λειτουργία των θεσμών και καλύτερα αποτελέσματα στη διοίκηση των δημοσίων υποθέσεων.
Η μείωση της συμμετοχής των πολιτών στις εκλογικές στέλνει «προειδοποιητικά βέλη» προς τους κύριους ιμάντες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τα πολιτικά κόμματα. Οι εκλογείς άλλωστε δεν ψηφίζουν μόνο στις εκλογικές διαδικασίες, συμμετέχουν ενεργά και συνδιαμορφώνουν τα κόμματα και τις διαδικασίες τους με τρόπο καθοριστικό. Ανεξάρτητα και αυτοτελή κόμματα, παράγουν ιδέες, θέσεις, προτάσεις με απώτερο σκοπό τη διακυβέρνηση. Αλληλοεπιδρούν με την κοινωνία και τα αιτήματα της, κυοφορούν προβληματισμούς, διατυπώνουν προτάγματα, σχεδιάζουν προγράμματα εφαρμοσμένης πολιτικής. Κοινή συνισταμένη των παραπάνω, είναι ότι η παραπάνω διαδικασία πραγματώνεται μέσα από μία δημοκρατική εσωκομματική λειτουργία. Όπως ο κυρίαρχος λαός αποτελεί το θεμέλιο του πολιτεύματος, έτσι και στα πολιτικά κόμματα, τα μέλη, οι συμμετέχουσες και οι συμμετέχοντες είναι οι κυρίαρχοι της πολιτικής τους διαδικασίας.
Θεσμικά κατοχυρωμένη, η εσωκομματική δημοκρατία, ως μία κορυφαία διαδικασία της περιλαμβάνει και την ανάδειξη της κομματικής ηγεσίας. Στο ΠΑΣΟΚ Κίνημα Αλλαγής βρισκόμαστε εδώ και μερικές εβδομάδες στον αστερισμό της εκλογής ηγεσίας από τη βάση του κόμματος σε κάτι λιγότερο από 80 ημέρες. Πρώτη προϋπόθεση της επιτυχίας, το πολιτικό «βάθος» της διαδικασίας. Στη χρονική σύμπτωση με το ιωβηλαίο της πολιτικής μας δράσης από το σημείο εκκίνησης της 3ης Σεπτέμβρη του 1974, οι εσωκομματικές εκλογές του Οκτώβρη πρέπει να αποτελέσουν μια διαδικασία πολιτικού αναστοχασμού και ιδεολογικής αναζωογόνησης, μια γιορτή αμεσοδημοκρατίας η οποία και θα μεταδώσει τα μηνύματα της στην κοινωνία.
Η πορεία όμως προς αυτή τη γιορτή δεν μπορεί να περάσει μέσα από μια έρημο ιδεών και πολιτικών προτάσεων με τα πρόσωπα και τις (θεμιτές) φιλοδοξίες τους σε πρώτο και μοναδικό πλάνο. Η ελκυστικότητα της διαδικασίας, άρα και η συμμετοχή σε αυτή, δεύτερη προϋπόθεση επιτυχίας, απαιτεί μια προεκλογική περίοδο «παράδειγμα προς μίμηση». Η πληθώρα των υποψηφιοτήτων να μετουσιωθεί σε ένα ανταγωνιστικό εργαστήριο επεξεργασμένων και προς διαβούλευση θεμάτων πολιτικής που αφορούν τις αγωνίες της κοινωνίας. Να προκαλέσουμε και να συγκεντρώσουμε το ενδιαφέρον των πολιτών, όχι για τις διαδικαστικές αντιδικίες της παραπολιτικής και των εύλογων συχνά εσωτερικών ανταγωνισμών που προκαλούν εύκολο θόρυβο, αλλά για τον πλούτο των ιδεών μας και την πρωτοπορία μας στην παραγωγική πολιτική διαδικασία. Να δημιουργήσουμε περαιτέρω προστιθέμενη αξία στο πολιτικό μας προϊόν διαμορφώνοντας και ορίζοντας το νέο πλαίσιο ζωής και ρύθμισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Να λειτουργήσουμε βάσει αρχών και αξιών, καλλιεργώντας μια πολιτική κουλτούρα ευθύνης και αξιοπρέπειας. Η εσωτερική μας διαδικασία να αποπνέει ήθος και σεβασμό, να διδάσκει στην κοινωνία «πολιτική» και να εκπαιδεύει τους πολίτες. Οι κοινωνίες αναζητούν πυξίδες για το μέλλον και τα κόμματα έχουν την υποχρέωση να τις προσφέρουν. Διαφορετικά χάνουν συχνά το λόγο της ύπαρξής τους.
Η δύναμη της πολιτικής είναι η δύναμη των ιδεών της. Αν επιμείνουμε στις ιδέες, θα γιορτάσουμε τη νίκη τους μαζί με πολλές και πολλούς περισσότερους.
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα “Το Βήμα” στις 21.07.