Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις είναι η αντιστοιχία λόγων και έργων, πριν και μετά την ανανέωση της λαϊκής εντολής. Προεκλογικά ήδη, στο ΠΑΣΟΚ είχαμε θέσει εξαρχής την επιλογή της αξιόπιστης και εποικοδομητικής αντιπολίτευσης ως αναγκαία και ικανή συνθήκη, για να αποκτήσει η χώρα μία ισχυρή προοδευτική δύναμη με προγραμματικό λόγο, πολιτική συνέπεια και προοπτική διακυβέρνησης. Αν και νωρίς για προβλέψεις, τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης εντείνουν τον προβληματισμό και την ανησυχία για τις πραγματικές προθέσεις, τον προγραμματισμό και την αποτελεσματικότητά της.
Πρώτο αρνητικό δείγμα, οι διαδοχικές αντιφάσεις μεταξύ των μελών της κυβέρνησης, με κορυφαίο παράδειγμα την αρχική «εξαφάνιση» της πανεπιστημιακής αστυνομίας, μίας «εμβληματικής» κατά την κυβέρνηση μεταρρύθμισης, η οποία ούτε τον σκοπό της πέτυχε, αλλά και πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος επέβαλλε, σε μία περίοδο που είναι προφανές ότι οι ανάγκες της κοινωνίας εστιάζουν σε άλλα βασικά προβλήματα, όπως το κοινωνικό κράτος και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Παράλληλα, ζητήματα όπως η θωράκιση της εθνικού συστήματος υγείας μέσα από την πληρότητα της λειτουργίας του ΕΚΑΒ, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες με τους χιλιάδες τουρίστες-επισκέπτες στη χώρα μας, παραμένουν σε εκκρεμότητα ήδη από την προηγούμενη θητεία της κυβέρνησης και συνιστούν σοβαρό έλλειμμα στην πολιτική της, με επικίνδυνες συνέπειες για τους πολίτες και τους επισκέπτες της χώρας.
Επίσης, η σπουδή και η βιασύνη για την ψήφο των επικρατείας πολίτων, μία αναγκαία μεταρρύθμιση, ώστε να αποκτήσουν ισότιμη πρόσβαση στο δικαίωμα της ψήφου οι απανταχού πολίτες που διαθέτουν ήδη το σχετικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, παραπέμπει σε αλλαγή ατζέντας και προσπάθεια απόκρυψης άλλων σοβαρών προβλημάτων, όπως η διαρκώς παρούσα ακρίβεια. Το εν λόγω ζήτημα, με σοβαρές εθνικές διαστάσεις, θα έπρεπε να τεθεί σε ευρύχωρη χρονικά διαβούλευση και όχι σε εκβιαστικές προθεσμίες. Ακόμη, θα έπρεπε να συζητηθούν περαιτέρω πτυχές του, οι οποίες ενδιαφέρουν τους εκτός επικρατείας πολίτες αναφορικά με την ουσιαστικότερη εκπροσώπησή τους, και σε κάθε περίπτωση, η όποια νομοθετική παρέμβαση να έχει οριστικό και όχι αποσπασματικό χαρακτήρα, εφόσον αφορά ένα θεμελιώδες ζήτημα, αυτό της έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας.
Τέλος, ο βαθμός αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης σε ζητήματα διαχείρισης κρίσεων, καίτοι προερχόμενη από προηγούμενη θητεία, κρίνεται ιδιαίτερα χαμηλός, παρά το πολυδιαφημιζόμενο «επιτελικό κράτος». Η κλιματική κρίση είναι πλέον εδώ και χρόνια μία ζώσα πραγματικότητα, με την οποία πρέπει να συμμορφωθούμε και να αντιμετωπίζουμε τις κρίσεις της, δηλαδή τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις επιγενόμενες φυσικές καταστροφές που προκαλούνται. Σήμερα, κάθε πολίτης περιμένει σε τέτοιες συνθήκες, όπως αυτές του ακραίου καύσωνα και της υψηλής υγρασίας, να υπάρχουν: έγκαιρη προετοιμασία, άμεσες αντιδράσεις, συντονιστικές ικανότητες και περιορισμός της καταστροφής από επαρκές αριθμητικά, προσωπικό και μέσα πυρόσβεσης, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και των ατομικών περιουσιών. Δυστυχώς, οι πυρκαγιές που παρακολουθούμε στην Αττική και σε άλλες περιοχές της χώρας τις τελευταίες μέρες αναδεικνύουν τα βαθιά ελλείμματα του κρατικού μηχανισμού, για τα οποία η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Η μόνιμη επίκληση της υψηλής αποδοχής της κυβέρνησης -ένεκα του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος- δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση συγχωροχάρτι, για όσα επιβαρύνουν τους πολίτες και οδηγούν στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στην χώρα. Καθήκον της αντιπολίτευσης είναι η ανάδειξη των ελλειμμάτων αυτών με υπεύθυνο και νηφάλιο λόγο, αλλά και η συνδρομή της στην επίλυση των προβλημάτων, παράλληλα με τον σχεδιασμό και την ανάδειξη ενός εναλλακτικού σχεδίου για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτή είναι η εντολή που μας έδωσαν οι πολίτες και καθήκον μας να φέρουμε εις πέρας αυτή την αποστολή τιμώντας την εμπιστοσύνη που λάβαμε.
Tο άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 20.07.