Στις θεσμικά λειτουργούσες πολιτείες δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η πρακτική που έχει διαμορφωθεί δυνάμει των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Υπενθυμίζουμε ότι εάν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποδίδει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην απόλυτη εκδοχή της, ήτοι τουλάχιστον 151 βουλευτές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει διερευνητικές εντολές διαδοχικά στους αρχηγούς των τριών μεγαλύτερων σε αριθμό εδρών πολιτικών σχηματισμών.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 31/03/2023.
Ας υπομνησθεί επίσης ότι προβλέπεται, ως εξαιρετική περίπτωση, η ανάθεση και τέταρτης διερευνητικής εντολής, αν στην τρίτη θέση βρίσκονται δύο κόμματα με τον ίδιο αριθμό βουλευτικών εδρών.
Οι διερευνητικές εντολές είναι η συνταγματική μέθοδος προς διασφάλιση κοινοβουλευτικής συμμαχικής πλειοψηφίας, η οποία υπό τις αριθμητικές προϋποθέσεις των άρθρων 37 και 84 του ισχύοντος Συντάγματος πρόκειται να υποστηρίξει Κυβέρνηση, είτε ως απόλυτη αριθμητική πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των Βουλευτών, είτε ως απόλυτη αριθμητική πλειοψηφία επί του αριθμού των παρόντων Βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Οι διατάξεις του άρθρου 37 του ισχύοντος Συντάγματος δεν καταλείπουν ερμηνευτικό περιθώριο ως προς την επιδιωκόμενη ρύθμιση: Παρέχεται η δυνατότητα διερεύνησης και διασφάλισης βιώσιμης Κυβέρνησης με κριτήριο την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμάχων, ή/και το αποδεκτό από κοινού πολιτικό πρόγραμμα δράσης. Οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις δεν αποκλείουν την -υπό προϋποθέσεις- ανάληψη της Πρωθυπουργίας ή και ενός ή περισσότερων Υπουργείων από προσωπικότητες εξωκοινοβουλευτικές.
Η αξίωση να ορίζεται δεσμευτικά και εκ των προτέρων ως Πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου σε αριθμό εδρών κόμματος δεν περιλαμβάνεται στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 37 παρ. 2 εδ. β’ και παρ. 3 εδ. α’ του Συντάγματος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων κινείται εκτός των ορίων που θέτουν οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις. Στη χειρότερη περίπτωση, εκκινεί από λόγους κομματικού πατριωτισμού ή ακόμα και κομματικού εγωισμού. Είναι αποδεκτή, όμως, αν τεθεί εκ των υστέρων ως ενδεχόμενος πολιτικός όρος σύναψης συμφωνίας δημιουργίας συμμαχικής Κυβέρνησης.
Εν κατακλείδι: Η αξίωση προκαθορισμού συγκεκριμένου προσώπου ως Πρωθυπουργού -ακόμα κι αν είναι ο αρχηγός του πρώτου σε αριθμό εδρών κόμματος- όχι μόνο δεν προκύπτει από το Σύνταγμα, αλλά αποπειράται να συνταγματοποιήσει μία στεγνή επιδίωξη κομματικού και, ενδεχομένως, προσωπικού ενδιαφέροντος. Η τελευταία εκδοχή είναι υπόθεση του διαλόγου μεταξύ πολιτικών αρχηγών κατά τη φάση των διερευνητικών εντολών και, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να είναι όρος σύμπραξης σε συμμαχική Κυβέρνηση, όχι όμως συνταγματική επιταγή.
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ο Αθανάσιος Ι. Γλαβίνας είναι Διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και υπ. διδάκτωρ στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.