Η εξέλιξη της υπόθεσης της παρακολούθησης του αρχηγού του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ν. Ανδρουλάκη αλλά και άλλων πιθανών στόχων έχει δημιουργήσει μία δυσώδη ατμόσφαιρα στο δημόσιο βίο και εύλογα ερωτήματα που αφορούν πρωτίστως πλέον την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη.
Αν ξεκινήσει κανείς την κατά χρονική σειρά ανάλυση των γεγονότων, διαπιστώνει ότι μοναδικός στόχος της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή ήταν η απόκρυψη-συγκάλυψη της υπόθεσης. Η σπουδή του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ν. Ανδρουλάκη να ελέγξει τη συσκευή του στις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οδήγησε στην ανίχνευση προσπάθειας παγίδευσης του κινητού του τηλεφώνου από το λογισμικό “Predator” ένα πανίσχυρο κακόβουλο λογισμικό spyware το οποίο και «κυριεύει» ουσιαστικά τη συσκευή και τη λειτουργία της επιτρέποντας τη πρόσβαση σε κάθε δεδομένο του τηλεφώνου.
Η κυβέρνηση αρνιόταν πεισματικά κάθε σχέση με την απόπειρα ενώ διαρροές από το διαδίκτυο φιλοκυβερνητικών μέσων επεδίωκαν στοχευμένα την απαξίωση της υπόθεσης. Στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής που συγκλήθηκε μετά από αίτημα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από όσα βγήκαν στο φως της δημοσιότητας λόγω του απόρρητου που χαρακτηρίζει τις εργασίες της, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης επιδόθηκαν σε ψευδολογίες με μοναδικό σκοπό την αυτάρεσκη συγκάλυψη του ζητήματος.
Ο ερευνητικό τύπος ωστόσο θέτει ερωτήματα σχετικά με την παρουσία του λογισμικού στη χώρα μας και την αγορά του από κυβερνητικούς φορείς ή εταιρείες που συνδέονται με κυβερνητικά πρόσωπα. Από την άλλη βέβαια ο φιλοκυβερνητικός τύπος σε βαθιά σχέση εξάρτησης υποβάθμιζε το θέμα, ως εάν δε συνέβη τίποτα, ενώ παραφιλολογίες και λασπολογία εμφανίζονται σε φιλοκυβερνητικούς λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον κίτρινο ακροδεξιό τύπο.
Λίγες μέρες μετά ωστόσο διαψεύδονται οικτρά. Μπορεί το Predator να μη πέτυχε τον σκοπό του, ωστόσο αποκαλύπτεται μετά από έρευνα της Α.Δ.Α.Ε. ότι η ίδια η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών παρακολουθούσε τον ευρωβουλευτή και τότε υποψήφιο αρχηγό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για λόγους «εθνικής ασφαλείας». Η αποκάλυψη αυτή εξαναγκάζει σε παραίτηση τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., επιλογή του Πρωθυπουργού Π. Κοντολέων αλλά και τον στενότερο συνεργάτη-συγγενή και διευθυντή του Πρωθυπουργικού Γραφείου Γ. Δημητριάδη.
Το ερώτημα ποιοι ήταν οι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» μένει αναπάντητο. Η κυβέρνηση συνεχίζει ένα άθλιο παιχνίδι διασποράς αβάσιμων φημών και συκοφαντίας μολύνοντας τη δημόσια σφαίρα μίας δικαιοκρατούμενης πολιτείας όπως θέλουμε να είναι η ελληνική δημοκρατία. Η απαίτηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αλλά και όλης της ελληνικής κοινωνίας για διαφάνεια δε βρίσκει σύμμαχο την κυβερνητική παράταξη η οποία βρίσκεται ήδη σε κατάσταση πανικού συσκοτίζοντας περισσότερο παρά ενημερώνοντας τους πολίτες για τις πτυχές της υπόθεσης.
Η χθεσινή δημόσια δήλωση του Πρωθυπουργού αποτέλεσε μία ακόμη θλιβερή πράξη σε ένα κακοστημένο έργο εκ μέρους της κυβέρνησης. Είναι πλέον φανερό ότι ο Πρωθυπουργός λειτουργεί υπό καθεστώς αδυναμίας διαχείρισης της κατάστασης, εφόσον ο ίδιος είχε επιλέξει από την αρχή της θητείας του να προΐσταται της Ε.Υ.Π.. Η «απολογία» του ενώπιων του ελληνικού λαού ήταν το λιγότερο ανεπαρκής, αρκετά δε προκλητική. Καμία αναφορά στο ζήτημα του λογισμικού “Predator”, ούτε λέξη για τις υπόλοιπες περιπτώσεις παράνομων παρακολουθήσεων.
Σε ό, τι αφορά την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ν. Ανδρουλάκη η αξιολόγηση εκ μέρους του σχετικά με τη νομιμότητα της παρακολούθησης εγείρει σοβαρά ερωτήματα αρχικά νομικής φύσεως. Γνωρίζει του λόγους «εθνικής ασφάλειας» για τους οποίους διατάχθηκε και εγκρίθηκε η παρακολούθηση; Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με το άρθρο 3 του ν. 2225/1994 γίνεται κατόπιν αιτήματος ελληνικής αρχής για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αν ευσταθεί ότι την άρση του απορρήτου τη ζήτησαν ξένες κυβερνήσεις εξαιτίας της συμμετοχής του σε επιτροπές του ευρωκοινοβουλίου και η Ε.Υ.Π. δέχτηκε ασμένως να άρει το απόρρητο των επικοινωνιών Έλληνα ευρωβουλευτή και υποψηφίου αρχηγού του τρίτου τη τάξει κοινοβουλευτικού κόμματος, ο οποίος απολαμβάνει αυξημένης προστασίας εξαιτίας της βουλευτικής του ιδιότητας σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα, τότε εύλογα προκύπτουν ποινικές ευθύνες για όσους ενέκριναν, παραβιάζοντας το νόμο, τη σχετική διαδικασία, τόσο στο κομμάτι της αίτησης από την Ε.Υ.Π. όσο και στο περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης. Ποιοι είναι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην άρση του απορρήτου;
Τα ερωτήματα προς τον Πρωθυπουργό-πολιτικό προϊστάμενο της Ε.Υ.Π. παραμένουν αμείλικτα και επιζητούν άμεσες απαντήσεις. Ο διεθνής εξευτελισμός της χώρας από τις δηλώσεις ξένων πρεσβειών ότι ουδέποτε ζήτησαν την παρακολούθηση του κου Ανδρουλάκη επιτείνει την ήδη βεβαρυμμένη θέση της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού. Η πολιτική του δε ευθύνη παραμένει ενεργή και αντικειμενική παρά τις παραιτήσεις των στενών συνεργατών του. Μάλιστα ερωτηματικά προκύπτουν για το λόγο που επελέγει (σκοπίμως;) η διαδικασία του άρθρου 3 του ν. 2225/1994 που επιτρέπει με πιο απλοποιημένο τρόπο και λιγότερες δικαστικές εγγυήσεις την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτών. Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί μέχρι στιγμής είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να προδικάσει πως θα εξελιχθεί η συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό που γνωρίζουμε καλά ωστόσο είναι ότι τέτοιες παρόμοιες υποθέσεις στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» που επικαλείται συχνά ο πρωθυπουργός απαιτούν ευθυξία και «καθαρές κουβέντες» από την πρώτη στιγμή. Όχι συγκάλυψη, ψεύδη και κουτσαβακισμούς.
Εκεί οι πολιτικοί αναλαμβάνουν τις ευθύνες πραγματικά και όχι κάλπικα, έχοντας πλήρη συνείδηση της ευθύνης τους έναντι του κράτους και των πολιτών που εκπροσωπούν. Ατοπήματα τέτοιου μεγέθους παραβίασης θεμελιωδών-ατομικών δικαιωμάτων πολιτών και δη αιρετού ευρωβουλευτή και υποψηφίου αρχηγού κόμματος συνιστούν βραδυφλεγείς βόμβες στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος και απαιτούν άμεση κάθαρση. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος περαιτέρω διάβρωσης της ομαλότητας της πολιτικής ζωής της χώρας. Η αλλοίωση των κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού συνιστά μέγιστη προσβολή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και πολιτική αφετηρία κάθε θεσμικής διαστρωμάτωσης του.
Εμείς στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., με απόλυτη συνείδηση του ιστορικού ρόλου της παράταξής μας στη θεσμική ομαλότητα της χώρας θα συνεχίσουμε τον αγώνα για την προστασία των αρχών του πολιτεύματος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων κάθε πολίτη και ανθρώπου που διαβιεί στη χώρα. Ευελπιστούμε και θα αγωνιστούμε με κάθε τρόπο ώστε η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές να εκπληρώσουν το συνταγματικό τους ρόλο και να διασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της νομιμότητας εξετάζοντας δε αν συνέβη οποιαδήποτε παραβίαση του νόμου στη συγκεκριμένη υπόθεση και σε οποιαδήποτε άλλη προκύψει το επόμενο διάστημα.
Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, κινούμενοι και πάλι θεσμικά, θα επιδιώξουμε τη διερεύνηση της υπόθεσης από τη Βουλή των Ελλήνων μέσα από τα κοινοβουλευτικά εργαλεία που προβλέπει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής, παρά την κυριαρχία της πλειοψηφίας. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων της μειοψηφίας θα κρίνει την διάθεση της κυβέρνησης να πέσει φως στην υπόθεση.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση μετά και τις τελευταίες εξελίξεις έχει απωλέσει σημαντικό τμήμα της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού. Προκύπτει αβίαστα το ερώτημα αν υπό το βάρος του σκανδάλου των παράνομων παρακολουθήσεων και της ηθικής κατάπτωσής της μετά τις αποκαλύψεις και σε συνδυασμό με την άρση εμπιστοσύνης προς αυτήν των εταίρων μας στην Ε.Ε., οι οποίοι παραμένουν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, μπορεί η παρούσα κυβέρνηση να ανταπεξέλθει στη διαχείριση κρίσιμων πολιτικών προκλήσεων, οικονομικού, κοινωνικού και γεωπολιτικού χαρακτήρα που τρέχουν ή θα προκύψουν το επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε τέτοιες κρίσιμες ώρες απαιτείται πάντα θάρρος και δημοκρατική συνείδηση για τη διασφάλιση της ομαλότητας της πολιτικής ζωής της χώρας. Η αναζήτηση της αλήθειας είναι απαίτηση κάθε δημοκρατικού πολίτη. Είναι θέμα δημοκρατίας. Με κάθε τρόπο και κάθε κόστος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα theopinion.gr στις 09/08/2023.